Το Σουλιωτόπουλο.
Του Κώστα Κρυστάλλη.
Κατέβαινε αγάλια αγάλια κατακόκκινος ο ήλιος στο πέλαγο, πίσω από τα παλιά κάστρα και τα πυκνά κυπαρίσσια της Πάργας. Είχεν απ’ ώρα αποχαιρετήσει τον πλατύ κάμπο του Φαναριού κι έδινε τώρα τα στερνά του γλυκοφιλήματα στις ψηλές κι ένδοξες κορυφές του Σουλίου. Ξηρές κι ολόγυμνες οι κορυφές τούτες, δίχως κλαρί, δίχως φυτιά, σαν καψαλισμένες από την πολλή μπαρούτη που κάηκε απάνω τους, εροδοβάφοντο, σα να κοκκίνιζαν παρθενικά στα φιλήματα του ερωτεμένου ηλιού, σα να ‘νοιωθαν κάποια ζωή νιότικη μέσα τους, σα να ‘θελαν να δείξουν ότι ποτέ δε γεράζουν τα βουνά τούτα, ότι χτυπάει μέσα τους πάντα λεβέντικη καρδιά κι ανυπόταχτη, και βράζει μέγας θυμός κι απάτητος.
Και σμιγμένο με το καθάριο, με το γάργαρο του λαμπρού ουρανού τ’ όμορφο εκείνο φως της ύστατης αντηλιάδας, τα δυο μαζί, παρουσίαζαν ένα είδος φανταστικό φως, μιαν απερίγραφτη λάμψη, πόλεγες ότ’ είναι το φως τ’ αθάνατο κ’ η λάμψη η ιερή που περιχύνει η δόξα τα ηρωικά τούτα και τιμημένα βουνά. Ο Λάμπρος Ζάρμπας ακουμπισμένος στο παραθύρι του σπιτιού του την ώρα εκείνη, κοίταζε από τον κάμπο του Φαναριού το φωτολουσμένο Σούλι του, με μάτια ατάραγα και με λογισμό βυθισμένο σ’ απέραντες σκέψες. Ήτον Σουλιώτης ο Λάμπρος Ζάρμπας, από τα χωριά της Λάκκας απάνου. Κάθε αλωνάρη μήνα μοναχά, που μάζωνε τα ρύζια του, κατέβαινε κάτου στον κάμπο, και το χινόπωρο πάλι πόσπερνε.
Τώρα αλώνιζε.
Το σπίτι του, χτισμένο από τα χρόνια του παπού του, ξηρολίθι απλό, δίπατο όμως και κάπως ψηλό, πιάνει τον όχτο του Γλυκύ, μέσ’ εκεί που κατεβαίνουν απόκρημνα τα πλευρά του Σουλίου και του Τσεκουράτη και που πηδάει ακράτητος προς τον κάμπο ο πόταμος, ξεβγαίνοντας από τα βαθιά φαράγκια των βουνών που κακοσέρνεται τόσο δρόμο. Λες και φυλάει εδώ σαν πολεμικός πύργος, το μοναδικό διάβα της Λάκκας από το μέρος του Φαναριού. Βογγάει άγρια στο πλευρό του το θυμωμένο ρέμα γιομάτο αφρούς και φοβέρα, κρέμονται απανουθιό του οι κοκκινόβραχοι του γκρεμού σαν ατίναχτ’ αστροπελέκια, γύρου το περιζώνουν λίγ’ αγριοπρίναρα οπ’ αρματώνουν τον τραχιόν εκείνο ριζό και κάτου απλώνεται ολάνοιχτος ο παχιός και καρπερός κάμπος ως την Πάργα κι ως την Παραμυθιά πέρα.
Ο Λάμπρος Ζάρμπας ήτον σαράντα ως σαρανταδυό χρονών άντρας. Ψηλός και λιγνός, με μάτια αετού, ολόρθο κορμί, μακρυά ξανθόμαλλα, μουστάκι ψαρό και περήφανα κατ’ απάνου στριμένο. Ολοζώντανη Σουλιώτικη λεβεντιά. Στεφανωμένος με παρόμοια Σουλιώτισσα, φυσικό ήτο ν’ απόχτηση και γιον τέτοιο, παλληκαρά.
Την ώρα εκείν’ η γυναίκα του είχεν αποκουβαλήσει τα στερνά σακκιά του ρυζιού από τον οβορό στο κατώγι και πήρε να ποτίση στον ποταμό τ’ άλογο. Το γιο του τον είχε στείλει από την αυγή στα Γιάννινα με δυο φορτώματα ρύζια. Κι αυτός ανεβασμένος στο σπίτι για να πιεί το ρακί ύστερ’ από τ’ ολόβολο μεροδούλι του, ακούμπησε στο παραθύρι για λίγο και, κοιτάζοντας από κει τα βουνά απάνου ντυμένα με τη βασιλική τους πορφύρα, ξεχάστηκε αγάλια αγάλια. Ξάφνου γροικάει στην αυλή φωνή. – Μάνα… πού ‘ναι ο Λάμπρος; Ήτον η φωνή του παιδιού του, μισοκομένη φωνή, βγαλμένη απ’ τα αλαφιασμένα στήθια.
- Τ’ έπαθες μωρέ Φώτο;
Ακούεται κ’ η φωνή της μάνας, οπόδενε τ’ άλογο στον ταβλά. Και σύνωρα, πατήματα βιαστικά ανεβαίνουν τα σκαλοπάτια του απάνου σπιτιού. Ο Λάμπρος χάνει με μιας όλες τες προτερινές σκέψες του, τραβιέται αλλαξοπρόσωπος από το παραθύρι και πάει κατά την πόρτα. Μέσ’ το πρώτο σκαλοπάτι απαντάει το γιο του ανεβασμένον. Είχε αγριεμένα τα μαλλιά, δίχως σκούφια, φλογισμένα τα μάτια, πρόσωπο ιδρωμένο κατάμαυρο από τον κορνιαχτό. Και κράταε στα χέρια του ένα τουφέκι μαρτίνι και μιαν αρμάθα φουσέκια.
- Τ’ έπαθες, μωρέ Φώτο; Το ρώτησε κι ο Λάμπρος.
- Σκότωσα!… σκότωσα το Μπεϊλούλαγα, Λάμπρο! Είπε βροντερά κι άφοβα το δεκαοχτώχρονο παλληκάρι, κι εμπήκε μ’ ορμή μέσ’ στο σπίτι. Έρριξ’ εδώ καταγής τ’ άρματα κι έπεσε ξάπλα σ’ ένα προσκέφαλο απάνου σφουγγί-ζοντας τον ίδρω του. Ο πατέρας κ’ η μάνα του, αμίλητοι, σα βουβοί, τον ακολούθησαν ως μέσα, κι εδώ στάθηκαν ολόρθοι και τον τηρούσαν μοναχά ξαφνιασμένοι κι αναίσθητοι.
- Τι με τηράτε; Σκότωσα σας λέω το Μπεϊλούλαγα, σκωθήτε να φύγουμε! Φώναξε πάλι σ’ ολίγο ο Φώτος.
- Σκότωσες το Μπεϊλούλαγα!