Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2011
Κάλβος Ανδρέας ’’Eις Πάργαν,,
Σοβαρόν, υψηλόν
δόσε τόνον ω Λύρα.
λάβε αστραπήν, και ήθος
λάβε νοός, υμνούμεν
ένδοξον έργον.
Διαπρεπή οι αθάνατοι
έδωσαν των ανθρώπων
και ατίμητα δώρα.
αγάπην, αρετήν,
εύσπλαγχνον στήθος.
Αλλά και φρενών πτέρωμα
όπως, όταν η τύχη
εις τα κρημνά του βίου
της αμάξης πλαγίαν
την ορμήν φέρη.
Hμείς, ως τας κλαγγάς
εις τα σύννεφα αφίνει
ο μέγας αετός
και εις τα βαθέα λαγγάδια
αφρούς και βράχους.
Oμοίως υπερπετάξαντες,
μακράν οπίσω ιδώμεν
την οργήν των τροχών
από τυφλάς ηνίας
διασυρομένων.
Ως αγλαά τοσαύτα
δώρα δοξολογούνται,
αλλά πολύ αγλαότερον
ο νους οπού αποφεύγει
την δουλωσύνην.
Yποκυμαινομένους
δασέας ελαιώνας
η Πάργα υψηλοκάρηνος
βλέπει• και αυτήν ο 'Αρης
υπερεφίλει.
Αλλά μόλις η χάλαζα
έπαυε του πολέμου,
και συ Δάματρα εχάριζες
τον δαψιλήν χρυσόν,
πόθος Zεφύρων.
Έχεον πολυάριθμα
μελισσών έθνη οι σίμβλοι
της Πάργας, βομβηδόν
εις τον πολύν επέταον
καρπόν λυαίον.
Kαλός, γλυκύς ο αέρας
οπού πρώτον επίναμεν,
και η θρέπτειρα γη
απότον ίδρωτά μας
πεποτισμένη.
Όμως δια ποίον οι δούλοι
πίνουσι τον αέρα;
κεντάουσι το άροτρον
και πολύν στάζουν κόπον
όμως δια ποίον;
Ψυχή ανδρική απορρίπτει
φρόνημα χαμερπές,
από το αμβροσίοδμον
στόμα των αιωνίων
η γνώμη ρέει.
Tων πολλών τα συμπόσια
ο στίχος επιτρέχει,
βραχυχρόνιος ηχώ
την σιγήν δεν ετάραξε
της δουλωσύνης.
Σεις μόνοι οπού εκλαδεύατε
την Παργινήν ελαίαν,
σεις απότον αθάνατον
λόγον μόνον ετράφητε,
εσείς ω ανδρείοι.
Tα συνήθη χωράφια
αφίνοντες εφύγατε
τον ζυγόν, προτιμώντες
την πικράν ξενιτείαν
και την πενίαν.
Πλην, της επιστροφής
εχάραξεν η ημέρα.
Πάντοτε οι επουράνιοι
μεγαλόθυμον γένος
υπερασπίζουν.
Eκεί οπού εκαύσατε,
(ελληνική φροντίδα!)
των προγόνων τα λείψανα,
πάλιν η πρόνοοι χείρες
εκεί σας φέρνουν.
Αναδημοσίευση από τη σελίδα, peri-grafis.com.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου