Φέτος, με αφορμή την υλοποίηση του προγράμματος «Παρά θιν΄ αλός Πάργας Τεργέστης – Βενετίας. Δεσμοί αμοιβαιότητας», μας ήρθε ο πειρασμός να θέσουμε το ερώτημα. Τι πάει να πάει παράδοση;
Εμείς ακολουθούμε την αντίληψη πως η παράδοση έχει αξία μονάχα όταν δεν στηρίζεται στην αναπαράσταση, αλλά στην καθημερινή και δίχως επιτήδευση ζωή μας. Όταν δηλαδή το κληροδότημα χρησιμοποιείται φυσικά και δίχως την ανάγκη επεξήγησης. Τότε μονάχα οφείλει να υπάρχει. Διαφορετικά θα είναι καλό να γκρεμίζεται μέσα στο χρόνο κι ας έχουμε αποκτήσει πιο δεύτερες συνήθειες. Γιατί η ποιότητα της κληρονομιάς ανήκει στη ζωντανή ύλη που περιέχουμε και όχι στο ήθος και στις συνήθειες περασμένων καιρών.
Ζωντανά κύτταρα της κληρονομιάς μας είναι και η παρουσία των Ελλήνων στις απανταχού εστίες της οικουμένης. Μια τέτοια εστία και η Τεργέστη.
Η εγκατάσταση Ελλήνων εμπόρων στην Τεργέστη χρονολογείται από τις αρχές του 18ου αιώνα. Οι πρώτοι πάροικοι προέρχονται απ τα βενετοκρατούμενα Επτάνησα, την Πελοπόννησο, την Ήπειρο, τα νησιά του Αιγαίου. Το 1751 κτίζεται ο πρώτος ναός, του Αγίου Σπυρίδωνος ύστερα από επανειλημμένα υπομνήματα των εγκατεστημένων Ελλήνων στην πόλη. Ο αριθμός των Ελλήνων μετά το 1821 ξεπέρασε τους 2.000 που προέρχονταν κυρίως από πρόσφυγες.
Η βαθμιαία αύξηση των Ελλήνων και η ενεργός συμμετοχή τους στην οικονομική ζωή της Τεργέστης δημιούργησαν τις συνθήκες για την ανέγερση αμιγώς ορθόδοξου ναού της Αγίας Τριάδος και του Αγίου Νικολάου και υπήρξε σταθμός για την κοινοτική οργάνωση των Ελλήνων παροίκων. Η ίδρυση σχολείου αποτελεί φυσικό επακόλουθο με αξιόλογους δασκάλους όπως ο Ευθύμιος Φίλανδρος, ο Κύπριος Νικόλαος Θησεύς, ο Ηπειρώτης Κωνσταντίνος Ασώπιος κ.α. Σημαντική υπήρξε και η αύξηση των μαθητών ενώ στο σχολείο της Τεργέστης λειτουργούσε και βιβλιοθήκη.
Την ίδια εποχή στην Τεργέστη έδρασε κύκλος οπαδών του Ρήγα Βελεστινλή, χρησιμοποίησε ως ορμητήριο την πόλη ο Λάμπρος Κατσώνης ενώ η Φιλική Εταιρεία λίγο πριν ξεσπάσει η επανάσταση του 21 πραγματοποίησε μυήσεις. Στην πόλη, επίσης, θα καταφτάσει και ο Δημήτριος Υψηλάντης για να συνεχίσει το ταξίδι του στην Πελοπόννησο.
Στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα ο Ελληνισμός της Τεργέστης διεύρυνε τους οικονομικούς του ορίζοντες με αξιέπαινη παρουσία στο εμπόριο, την βιομηχανία και τη βιοτεχνία. Ανάμεσα σ αυτούς τους ανήσυχους Έλληνες και ο Βασίλειος Βασιλάς από την Πάργα. Νέος στην ηλικία ασκεί το επάγγελμα του εμπόρου στην Τεργέστη όπου χάρη στα φυσικά και εμπορικά του προσόντα διαπρέπει σχηματίζοντας μεγάλη περιουσία. Με ζωντανή μέσα του την πατρίδα του την Πάργα έστησε όνειρα ανέλιξής της και ευδαιμονίας των κατοίκων της.
Η ζωτικότητα του Ελληνισμού της Τεργέστης διατηρήθηκε αμείωτη και στις επόμενες δεκαετίες και σήμερα αποτελεί μια ζωντανή παρουσία στο χώρο της ελληνικής διασποράς.
Έτσι, μ αυτή τη νεανική ορμή και ασπαζόμενοι αυτό το πρόσωπο της παράδοσης, οι μαθητές του Δεσκείου Γυμνασίου Πάργας με ιδιαίτερη χαρά θα ανταποκριθούν στην πρόσκληση της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας της Τεργέστης παρουσιάζοντας το πρόγραμμά τους και τιμώντας τους Έλληνες της Τεργέστης. Επίσης μ αυτήν τη φλόγα της αμοιβαιότητας των Ελλήνων έξω από σύνορα, θα γίνει και το ξεκίνημα για την αδελφοποίηση με το Διεθνές Σχολείο της Τεργέστης.
Το Δέσκειο Γυμνάσιο Πάργας έχοντας χτίσει τα τελευταία χρόνια μια αξιοπρόσεχτη υποδομή στο αρχαίο δράμα, φέτος με τη συμμετοχή και μαθητών του Λυκείου, θα παρουσιάσει στους Έλληνες της Τεργέστης την τραγωδία του Ευριπίδη «Τρωάδες» προσφέροντας απλές φυσικές αλήθειες και πλάθοντας ψυχή και σκέψη. Γιατί εμείς επιλέγουμε αυτά που συνυπάρχουν μαζί με μας και τον καιρό μας. Δεν ακολουθούμε την πεπατημένη οδό της συνήθειας αλλά έχοντας τη δημιουργική ανησυχία αναζητούμε την παιδεία που δεν εφησυχάζει, ούτε δημιουργεί αυταρέσκεια αλλά πολλαπλασιάζει τα ερωτήματα και την ανασφάλεια. Γιατί όπως έγραψε ο μεγάλος μας δάσκαλος δεν μπαίνουμε σε κήπους που μας προσφέρονται με ευκολία αλλά σε κήπους που τους καλλιεργούμε μόνοι μας:
«Του κήπου η πόρτα είχε μείνει ξεκλείδωτη, κι ακόμα πιο περίεργο, ούτε κι υπήρχαν σκυλιά ένα γύρω. Αυτό με ησύχασε κι ήμουν έτοιμος να μπω. Ξαφνικά όμως, σαν κατάλαβα, πως και οι άλλοι, από τις άλλες πόλεις, θα είχαν το ίδιο αυτό προνόμιο, συνέχισα το δρόμο μου, πιστεύοντας πως ήτανε πιο φρόνιμο να μείνω έξω, στ’ ανοιχτά».
Κάρολος Κουν, Του κήπου η πόρτα.
Πηγή: Αναδημοσίευση από τη σελίδα sch.gr/gymparga.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου