Καλήν εσπέραν άρχοντες, αν είναι ορισμός σας,
Χριστού τη Θεία γέννηση, να πω στ' αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον, εν Βηθλεέμ τη πόλη,
οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρεται η φύσης όλη.
Εν τω σπηλαίω τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων,
ο βασιλεύς των ουρανών, και ποιητής των όλων.
Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι, το Δόξα εν υψίστης,
και τούτο άξιον εστί, η των ποιμένων πίστης.
Εκ της Περσίας έρχονται, τρεις μάγοι με τα δώρα,
άστρο λαμπρό τους οδηγεί, χωρίς να λείψει ώρα.
Φτάνοντας στην Ιερουσαλήμ, με πόθο ερωτούσι,
πού εγεννήθει ο Χριστός, να πάν να τον ευρώσι.
Δια Χριστόν ως ήκουσε, ο βασιλεύς Ηρώδης,
αμέσως εταράχτηκε, κι έγινε θηριώδης.
Διατί πολλά φοβήθηκε, δια τη βασιλεία,
μην του τη πάρει ο Χριστός, και χάσει την αξία.
Κράζει τους μάγους και ρωτά, που ο Χριστός γεννάται,
εν Βηθλεέμ ηξέρομε, ο συγγραφεύς διηγάται.
Τον είπε να υπάγουσι, και όπου τον εβρούσιν,
αφού τον προσκυνήσουσιν, να παν να του το πούσιν
Όπως υπάγει και αυτός, για να τον προσκυνήσει,
με δόλο ως μισόθεος, για να τον αφανήσει.
Βγαίνουν οι Μάγοι τρέχοντας, και τον αστέρα βλέπουν,
φως θεϊκό κατέβαινε, και με χαρά προστρέχουν.
Φτάνοντας εις το σπήλαιο, βρίσκουν την Θεοτόκο,
και βάστα στας αγκάλας της, τον Άγιον της Τόκο.
Γονατιστοί τον προσκυνούν, και δώρα του χαρίζουν,
σμύρνα χρυσό και λίβανο, θεό τον εφημίζουν.
Σμύρνα είναι νέος άνθρωπος, χρυσό ως Βασιλέα,
και λίβανο νέος θεός, σ’ όλη την ατμοσφαίρα.
Αφού τον προσκυνήσασιν, ευθύς πάλι μισεύουν,
και τον Ηρώδη μελετούν, να πάνε για να εύρουν.
Άγγελος εκ των ουρανών, βγαίνει τους εμποδίζει,
από άλλην οδό να πορευτούν, αυτός τους διορίζει.
Και πάλι άλλος Άγγελος, τον Ιωσήφ προστάζει,
εις Αίγυπτο να πορευτεί, και εκεί να ησυχάζει.
Να πάρει και την Μαριάμ, μαζί με τον υιό της,
γιατί ο Ηρώδης εζητεί, τον τόκο τον δικό της.
Μη βλέποντας ο Βασιλεύς, τους μάγους να γυρίζουν,
στην Βηθλεέμ επρόσταξε, παιδί να μην αφήσουν.
Χιλιάδες δεκατέσσερις, σφάζουν σε μια ημέρα,
θρήνο κλαυθμό και οδυρμό, είχε κάθε μητέρα.
Και επληρώθην το ρηθέν, Προφήτου Ησαϊου,
ως και των άλλων προφητών, και του Ιερεμίου.
Χριστού τη Θεία γέννηση, να πω στ' αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον, εν Βηθλεέμ τη πόλη,
οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρεται η φύσης όλη.
Εν τω σπηλαίω τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων,
ο βασιλεύς των ουρανών, και ποιητής των όλων.
Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι, το Δόξα εν υψίστης,
και τούτο άξιον εστί, η των ποιμένων πίστης.
Εκ της Περσίας έρχονται, τρεις μάγοι με τα δώρα,
άστρο λαμπρό τους οδηγεί, χωρίς να λείψει ώρα.
Φτάνοντας στην Ιερουσαλήμ, με πόθο ερωτούσι,
πού εγεννήθει ο Χριστός, να πάν να τον ευρώσι.
Δια Χριστόν ως ήκουσε, ο βασιλεύς Ηρώδης,
αμέσως εταράχτηκε, κι έγινε θηριώδης.
Διατί πολλά φοβήθηκε, δια τη βασιλεία,
μην του τη πάρει ο Χριστός, και χάσει την αξία.
Κράζει τους μάγους και ρωτά, που ο Χριστός γεννάται,
εν Βηθλεέμ ηξέρομε, ο συγγραφεύς διηγάται.
Τον είπε να υπάγουσι, και όπου τον εβρούσιν,
αφού τον προσκυνήσουσιν, να παν να του το πούσιν
Όπως υπάγει και αυτός, για να τον προσκυνήσει,
με δόλο ως μισόθεος, για να τον αφανήσει.
Βγαίνουν οι Μάγοι τρέχοντας, και τον αστέρα βλέπουν,
φως θεϊκό κατέβαινε, και με χαρά προστρέχουν.
Φτάνοντας εις το σπήλαιο, βρίσκουν την Θεοτόκο,
και βάστα στας αγκάλας της, τον Άγιον της Τόκο.
Γονατιστοί τον προσκυνούν, και δώρα του χαρίζουν,
σμύρνα χρυσό και λίβανο, θεό τον εφημίζουν.
Σμύρνα είναι νέος άνθρωπος, χρυσό ως Βασιλέα,
και λίβανο νέος θεός, σ’ όλη την ατμοσφαίρα.
Αφού τον προσκυνήσασιν, ευθύς πάλι μισεύουν,
και τον Ηρώδη μελετούν, να πάνε για να εύρουν.
Άγγελος εκ των ουρανών, βγαίνει τους εμποδίζει,
από άλλην οδό να πορευτούν, αυτός τους διορίζει.
Και πάλι άλλος Άγγελος, τον Ιωσήφ προστάζει,
εις Αίγυπτο να πορευτεί, και εκεί να ησυχάζει.
Να πάρει και την Μαριάμ, μαζί με τον υιό της,
γιατί ο Ηρώδης εζητεί, τον τόκο τον δικό της.
Μη βλέποντας ο Βασιλεύς, τους μάγους να γυρίζουν,
στην Βηθλεέμ επρόσταξε, παιδί να μην αφήσουν.
Χιλιάδες δεκατέσσερις, σφάζουν σε μια ημέρα,
θρήνο κλαυθμό και οδυρμό, είχε κάθε μητέρα.
Και επληρώθην το ρηθέν, Προφήτου Ησαϊου,
ως και των άλλων προφητών, και του Ιερεμίου.
Χρόνια πολλά! Με αγάπη από την Πάργα.